ΒΙΟΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ
08/07/2012 19:32ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
«ΒΙΟΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ»
ΑΘΗΝΑ 2011
¨Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται¨.
Πλάτωνος, ¨Μενέξενος¨ (246E – 247A)
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ:
Ως όρος η Βιοηθική επινοήθηκε πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως έννοια με ευρεία σημασία. Τα τελευταία όμως χρόνια έως και σήμερα, περιορίστηκε βαθμηδόν στο να σημαίνει τη μετεξέλιξη της Ιατρικής Ηθικής. Γι’ αυτό και πλέον αποτελεί αυτόνομη αλλά και σύνθετη ηθικο-κοινωνική και οικουμενική δραστηριότητα. Η Βιοηθική, παρά τη σημασιολογική της ενότητα, είναι αόριστη και πολυσήμαντη δραστηριότητα. Πρώτος έπλασε τον όρο το 1970 ο καρκινολόγος Van Rensselaer Potter -1- σε άρθρο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Βιοηθική : η επιστήμη της επιβίωσης» τον οποίο σηματοδότησε τον επόμενο χρόνο πληρέστερα με το βιβλίο του «Βιοηθική: Γέφυρα προς το μέλλον». Τονίζει λοιπόν την ανάγκη Ηθικής που θα ενσωματώνει τις υποχρεώσεις μας, όχι μόνο απέναντι στα άλλα ανθρώπινα όντα, αλλά και στη βιόσφαιρα στο σύνολό της. Καθιερώθηκε ως ο σημαντικότερος κλάδος της εφαρμοσμένης ηθικής και αποκρυσταλλώθηκε ως έρευνα των ηθικών προβλημάτων και διλημμάτων. Συχνά όμως αμφισβητείται η αρμοδιότητα και μεθοδολογία της, γιατί δεν αντιμετωπίζεται πάντα ως εφαρμοσμένη Φιλοσοφία. Ας μη λησμονηθεί το γεγονός ότι διαφορετικά από τον ελληνογενή όρο που συνδέεται με το ¨ἔθος¨ και που συναντάμε για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη, -2- ο όρος «Βιοηθική» ξεκίνησε και καθιερώθηκε στον αγγλόφωνο κόσμο ως ¨Bioethics¨. Αποδόθηκε ανάλογα λοιπόν σε όλες τις γλώσσες -όπως και στην Νέα Ελληνική- χωρίς διάκριση ανάμεσα στον κανονιστικό/πρακτικό και τον θεωρητικό χαρακτήρα της. Επισημαίνεται ακόμη ότι στις μέρες μας η Ηθική έγινε Βιοηθική υπό την έννοια της ηθικής για το ανθρώπινο σώμα και την προστασία του από την ξέφρενη μεταχείριση της Βιοϊατρικής και της Βιοτεχνολογίας. Η Bιοηθική μαζί με την Περιβαλλοντική, τη Διαφυλική, την επαγγελματική Ηθική και τις εξειδικεύσεις τους, έδωσε νέα πνοή στην Ηθική. Την έφερε λοιπόν κοντά στους ανθρώπους και ξαναθύμισε σε πολλά σημεία τη μεθοδολογία του Σωκράτη ο οποίος συνδιαλεγόταν με τους πολιτικούς, ποιητές, ιερείς, επιστήμονες, τεχνίτες και επαγγελματίες του 5ου αιώνα π.Χ. και εξέταζε τις συνειδήσεις τους. Για τον Σωκράτη εξάλλου ίσχυε ότι: «ὁ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτός ἀνθρώπῳ».-3- Επομένως, η αναγκαιότητα της Βιοηθικής προκύπτει τόσο από τη σύζευξη αλλά και -αντιθέτως- από την αντιπαράθεση των Βιοϊατρικών Τεχνοεπιστημών με τις Επιστήμες του Ανθρώπου (όπως είναι επί παραδείγματι η Ψυχολογία, η Κοινωνιολογία, η Θεολογία, οι Πολιτικές Επιστήμες και η Ηθική).
Λόγω λοιπόν του διεπιστημονικού χαρακτήρα της, δεν γίνεται γενικότερα λόγος για ειδικούς της Βιοηθικής πέρα από τη φιλοσοφική κατάρτιση και την ηθική ευαισθησία κάποιων επιστημόνων στο πλαίσιο του επιστημονικού πεδίου τους. Για την οποιαδήποτε παρέμβαση της, η Βιοηθική επιβάλλεται να λαμβάνει υπόψη της τα πραγματικά δεδομένα και τα πορίσματα πολλών και διαφορετικών γνωστικών περιοχών. Οι θέσεις και οι εφαρμογές τους έχουν επιπτώσεις στην αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, στις πνευματικές πεποιθήσεις της κοινωνίας και γενικότερα στην ηθική ευαισθησία της κοινής γνώμης.
Οι μεταμοσχεύσεις αποτελούν μία πρωτοποριακή μέθοδο της παρεμβατικής ιατρικής και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι αυτές αποτελούν μάλιστα και το μέλλον της χειρουργικής επιστήμης. Ο τομέας των μεταμοσχεύσεων, ως θεραπευτική εφαρμογή και κλινική επιλογή, προκαλεί με απρόβλεπτο τρόπο και σε απροσδιόριστο βαθμό την ανθρώπινη σκέψη αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις και δημιουργεί καινοφανείς ανάγκες, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί και προβληματική. Ο κύριος βέβαια προβληματισμός όσον αφορά την ηθική των μεταμοσχεύσεων, έγκειται στο ενδεχόμενο να διαπιστωθεί εγκεφαλικός θάνατος, δίχως όμως να τηρηθούν τα κριτήρια που τον πιστοποιούν. Επιπλέον, υπάρχει –δυστυχώς- ως πραγματικότητα το εμπόριο οργάνων αλλά και η μη-δίκαιη κατανομή των νεφρικών μοσχευμάτων, καθώς σε πλείστες όσες περιπτώσεις παρατηρείται παραβίαση της λίστας των υποψηφίων ληπτών. Η Bιοηθική των μεταμοσχεύσεων από την πλευρά της εξετάζει το θέμα διεπιστημονικά, διότι το όλο θέμα των μεταμοσχεύσεων δεν αποτελεί ένα ακραιφνώς ιατρικό ζήτημα. Άπτεται –μεταξύ άλλων- των νομικών κι ανθρωπιστικών επιστημών, όπως επίσης και λεπτών θεολογικών εννοιών· για το λόγο αυτό άλλωστε και η Ορθόδοξη Εκκλησία τις αντιμετωπίζει με σεβασμό και τις στέργει με αγάπη, καθώς ερμηνεύονται και προβάλλονται στα πλαίσια του αλτρουϊσμού αλλά και εντός του πνεύματος για εκούσια προσφορά στη ζωή. -4-
Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου της, εξέτασε στις 16 Δεκεμβρίου 2005 την κατατεθείσα στη Βουλή πρόταση νόμου για την "τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 2737/1999 "Μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων και άλλες διατάξεις". Ύστερα από αναλυτική συζήτηση επί του περιεχομένου της, η Επιτροπή κατέληξε στα εξής: Διαπιστώνοντας υστέρηση της προόδου των μεταμοσχεύσεων στη χώρα μας, η κατατεθείσα πρόταση υποστηρίζει ότι "επιβάλλεται η τροποποίηση της νομοθεσίας μας σε πιο ρεαλιστική βάση". Για τον σκοπό αυτόν, θεωρεί ως πρόσφορες κατά σειρά τρεις τροποποιήσεις: α). Στο άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 2737/1999, τη διεύρυνση του κύκλου των ζώντων δοτών, έως και τον 4ο βαθμό συγγένειας, με παράλληλη ένταξη στο κύκλο αυτόν των προσώπων εκείνων που συνδέονται συναισθηματικά με τον ασθενή. Αυτά θα γίνονται πλέον δότες μετά από προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (Ε.Ο.Μ. ). β). Στην ίδια διάταξη, την καθιέρωση δυνατότητας δωρεάς οργάνου προς τον Ε.Ο.Μ., με αντάλλαγμα την πρόταξη συγγενή του δότη στην εθνική λίστα υποψηφίων προς μεταμόσχευση. γ). Στο άρθρο 12, την καθιέρωση της δυνατότητας αφαίρεσης οργάνων από νεκρό, εφ' όσον ο δυνητικός δότης δεν είχε εκφράσει εγγράφως προς τον Ε.Ο.Μ. την άρνησή του, όσο ζούσε (σύστημα "εικαζόμενης συναίνεσης").
Εκτός των τριών αυτών σημείων, και η καθιέρωση του έτους 2006 ως έτους δωρητών, για την προβολή των μεταμοσχεύσεων. Προτάθηκε όμως η μείωση κατά πέντε έτη των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης των ζώντων δοτών. Η Επιτροπή θεωρεί την προώθηση των μεταμοσχεύσεων στη χώρα μας ως θέμα ζωτικής σημασίας. Τονίζει, ωστόσο, ότι ο ισχύων Ν. 2737/1999 αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα με επάρκεια, εξαντλώντας μάλλον τα περιθώρια που παρέχει σε κάθε σχετική νομοθετική πρωτοβουλία ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο N. 2737/1999 έχει προσανατολισθεί στην ευαισθητοποίηση αυτή, προβλέποντας ποικίλες δυνατότητες δραστηριοποίησης της Πολιτείας. Κρίσιμοι θεσμοί, όπως αυτός του "συντονιστή μεταμοσχεύσεων" πρέπει να αναπτυχθούν και να λειτουργήσουν πλήρως στο "μικρο-κοινωνικό" επίπεδο των μονάδων της εντατικής θεραπείας. Παράλληλα με τις αναγκαίες εκστρατείες ενημέρωσης της κοινής γνώμης, ο Ε.Ο.Μ. και το αρμόδιο Υπουργείο είναι ανάγκη να επικεντρώσουν ιδίως εκεί τις προσπάθειές τους, κάτι που αποδείχθηκε ουσιαστικό συστατικό της επιτυχίας όσον αφορά σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. -5-
Η Μεταμόσχευση είναι μία από τις πιο σημαντικές εξαγορές της ιατρικής, αφού επιτρέπει την αποκατάσταση των λειτουργιών του σώματος που έχουν χαθεί ή -σε ορισμένες περιπτώσεις- που έχουν εν μέρει αντικατασταθεί από μια αυτόματη μηχανική μέθοδο. Η τεχνική επιτυχία εξελίχθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη των χειρουργικών τεχνικών για την προμήθεια όλων των οργάνων από έναν δότη. Η δωρεά οργάνων, ιστών και κυττάρων θεωρείται ως διαδικασία της μεταμόσχευσης και, κατά συνέπεια, είναι ζωτικής σημασίας για την απόδοση της ιδέας της δωρεάς οργάνων, ιστών και κυττάρων στο ευρύ κοινό, ώστε να εξοικειωθούν όλοι με αυτή την πρακτική.
ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ:
Ένα από τα πιο σημαντικά θέματα στον τομέα της μεταμόσχευσης είναι ο θάνατος του εγκεφάλου που καθορίζεται ως η μή-αναστρέψιμη ανεπάρκεια της λειτουργίας του εγκεφάλου με μια μόνιμη απώλεια όλων των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους. Σε καμία περίπτωση όμως ένα άτομο με τη διατήρησή του σε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγκεφαλικά νεκρός. Και το πιο σημαντικό, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να οριστεί ως δυνητικός δότης οργάνων. Τα κριτήρια ωστόσο για τον προσδιορισμό του θανάτου είναι πολύ αυστηρά τόσο από ιατρικής όσο και από νομικής άποψης. Κατά τη διάρκεια της ιατρικής χρονικά δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση αναβίωσης ενός εγκεφάλου νεκρού. Ο θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους, θεωρείται ως επαρκής και απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να καθορίσει το σύνολο του εγκεφαλικού θανάτου, όπως καθορίζεται από την 9η απόφαση της 21ης Ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας που πραγματοποιήθηκε στις 20-3-1985. Η πλειοψηφία των οργάνων για μεταμόσχευση, προέρχεται από πρόσωπα που έχουν διαγνωσθεί ως εγκεφαλικά νεκρά και η καρδιο-αναπνευστική λειτουργία τους διατηρείται μόνον τεχνητά. Δεδομένου λοιπόν ότι η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου έχει ήδη ολοκληρωθεί, το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι πια χαρακτηρισμένο ως νεκρό και οποιαδήποτε περαιτέρω ιατρική υποστήριξη θεωρεί ότι είναι ανώφελη. Κάθε πρακτική ή πολιτική για τη διαβεβαίωση των μεταμοσχεύσεων πρέπει να λαμβάνει υπόψην της το ευαίσθητο θέμα σχετικά με το σεβασμό προς τους νεκρούς. Ο νόμος 2737/1999 είναι προσανατολισμένος προς την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, προβλέποντας μάλιστα και διάφορες κινήσεις για την ενεργοποίησή τους, με στόχο πάντοτε την ανάπτυξη και καθιέρωση του Συντονιστή Μεταμοσχεύσεων. Ο θεσμός του Συντονιστή Μεταμοσχεύσεων είναι πολύ σημαντικός και πρέπει να δοθεί προσοχή στην πλήρη και ορθή εφαρμογή του. -6- Μόνον έτσι θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ευαισθητοποίηση και τη διάδοση της ιδέας δωρεάς οργάνων και, κατά συνέπεια, την αύξηση των πτωματικών μεταμοσχεύσεων. Η ουσία της υπόθεσης αυτής είναι το δίκτυο των συντονιστών μεταμοσχεύσεων που θα είναι υπεύθυνοι για την αναζήτηση, την αναγνώριση και την καταγραφή των δυνητικών δοτών, ενώ παράλληλα θα συμμετέχουν στην ανάπτυξη των προγραμμάτων που αφορούν την εξάπλωση της ιδέας της δωρεάς οργάνων.
BΙΟΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ:
Τελευταία έχει επισημανθεί δραματικά ο κίνδυνος όχι απλώς περιπτωσιακής παραβίασης αλλά κατάφωρης καταπάτησης των Ατομικών αλλά και γενικότερα των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων από ποικίλα κέντρα εξουσίας, μετά την ιλιγγιώδη εξέλιξη της Βιοτεχνολογίας και τις άπειρες δυνατότητες της Γενετικής Μηχανικής. Πενήντα περίπου χρόνια μετά την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (1997), το Συμβούλιο της Ευρώπης προχώρησε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη Βιοηθική και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 αναφέρεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αυτής της Σύμβασης θα προστατεύουν την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα όλων των ανθρώπινων όντων και θα εγγυώνται σε όλους χωρίς καμία διάκριση σεβασμό της ακεραιότητάς τους και των άλλων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών αναφορικά με την εφαρμογή στην πράξη της βιολογίας και της ιατρικής. Στο άρθρο 11 απαγορεύεται ρητά κάθε διάκριση με βάση τη γενετική κληρονομιά, ενώ κατά το άρθρο 13 μόνο προληπτικοί ή διαγνωστικοί και θεραπευτικοί σκοποί δικαιολογούν παρέμβαση στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Σαφέστερη για την ενότητα αλλά και τη διαφορετικότητα των ανθρώπων είναι η Οικουμενική Διακήρυξη για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της UNESCO (1999) στο πλαίσιο του παγκόσμιου προγράμματος για την προστασία του ανθρώπινου γονιδιώματος. Αυτό εξάλλου αποτελεί τη βάση «της θεμελιώδους ενότητας όλων των μελών της ανθρώπινης οικογένειας», σύμφωνα με το άρθρο 2. Απαγορεύεται επίσης η εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος στη φυσική του κατάσταση, η οποιαδήποτε διάκριση με βάση γενετικά χαρακτηριστικά, ενώ απαιτούνται η ελεύθερη και η ενημερωμένη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου, όπως και αυστηρές προδιαγραφές για οποιαδήποτε έρευνα, θεραπεία ή διάγνωση που επηρεάζει το γονιδίωμά του συντείνοντας αποκλειστικά προς όφελος της υγείας του. Σε καμία περίπτωση δε νοείται στο πλαίσιο αυτό παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σύμφωνα βεβαίως με το άρθρο 6. Τονίζεται ακόμη ότι καμία έρευνα σχετική με το ανθρώπινο γονιδίωμα δεν πρέπει να αντιβαίνει στο σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 10. Πρακτικές αντίθετες με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (όπως είναι για παράδειγμα η αναπαραγωγική κλωνοποίηση ανθρώπου)σε καμία περίπτωση δε θα επιτρέπονται, σύμφωνα με το άρθρο 11. Τέλος, στη συγκεκριμένη Διακήρυξη γίνεται λόγος για ανεξάρτητες, πολυ-επιστημονικές και πολυφωνικές επιτροπές Ηθικής για την εκτίμηση των ηθικών , νομικών και κοινωνικών ζητημάτων που -7- προκύπτουν από την έρευνα στο ανθρώπινο γονιδίωμα και τις ενδεχόμενες εφαρμογές της, σύμφωνα με το άρθρο 16.
Ο σεβασμός λοιπόν των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων αποτελεί το κυριότερο κριτήριο αξιολόγησης της τεχνο-επιστημονικής προόδου από τη Βιοηθική. Αυτή με τη σειρά της πρέπει κατά πρώτο λόγο -ως Οικουμενική Ηθική- να νοείται ως Ηθική βασισμένη στα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η συμμετοχή εξάλλου των υπό ηθική εκτίμηση Βιοεπιστημών και Τεχνοεπιστημών στις επιτροπές Βιοηθικής, δεν αφήνει τις σχετικές επιστήμες και την τεχνολογία έκθετες σε δογματισμό και συντηρητισμό, σε θρησκευτικές προκαταλήψεις ή ακόμη και σε ατέρμονη φιλοσοφική θεωρητικολογία. Η Βιοηθική δεν καταργεί την καθιερωμένη Ηθική, ούτε –ουσιαστικά- κομίζει μια νέα αντίληψη περί ηθικής. Η Βιοηθική στηριζόμενη σε στέρεες κι αναμφισβήτητες αρχές, έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει ίσως όχι μόνον την αναγέννηση αλλά και το πλήρωμα της Ηθικής.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ:
Η Βιοηθική δεν αντιμάχεται την επιστημονική έρευνα. Ο ρόλος της δρα καταλυτικά, χωρίς η ίδια να λειτουργεί ως νέα Ιερά Εξέταση. Στο όνομα της ανθρώπινης αξίας υψώνει ως ανάχωμα σε τυχόν αλαζονικά και αστόχαστα οράματα της γενετικής στη μηχανική, της «ανθρωπογονίας» και της «ανθρωποτεχνικής» στην πάγια αρχή της ευθύνης (Jonas). -8- Επομένως, η Βιοηθική λειτουργεί θεωρητικά και πρακτικά. Φωτίζει τα προβλήματα, φέρνει τον επιστήμονα και τεχνοκράτη ενώπιον των ευθυνών τους και δείχνει τι το πολύ ανθρώπινο διακυβεύεται με τις παρεμβάσεις τους. Επεμβαίνει μόνο όταν τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας απειλούν την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όταν παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματά του και όταν απειλείται, όχι μόνο η ποιότητα της ζωής, αλλά και η ίδια η ζωή και μάλιστα και των μελλοντικών γενεών. Έρχεται λοιπόν να θέσει ορισμένα όρια στην ανεξέλεγκτη πορεία της Βιοτεχνολογίας, όπου αυτή δεν αποβαίνει τελικά προς όφελος του ανθρώπου και όπου ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζεται ως αυτοσκοπός αλλά ως μέσον. Η Βιοηθική δεν σταματά την πρόοδο αλλά –αντιθέτως- υποδεικνύει τις ασφαλιστικές εκείνες δικλείδες που θα διασφαλίσουν το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αυτονομίας και της αξιοκρατικής συμβίωσης, χωρίς να παραβλέπει τις θετικές ενέργειες των τεχνο-επιστημών για την άρση της γενετικής «αδικίας».
ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΗΘΙΚΗ:
Ο τομέας της Βιοηθικής έχει αναπτυχθεί πολύ ιδιαιτέρως στη Γαλλία κι έχουν δημιουργηθεί πολλά κολέγια Γενετικής από ειδικούς σε θέματα των Θετικών Επιστημών και της Θεολογίας. Ο Δρ. Ν. Λυγερός αναφέρει ότι « η οντότητα με την πολυπλοκότητά της δημιουργεί νοημοσύνη. Η νοημοσύνη με την εξέλιξή της δημιουργεί αλτρουισμό. Ο αλτρουϊσμός είναι η πρώτη κωδικοποίηση της Ηθικής. Η Ηθική είναι άμεσα αισθητή στον τομέα της Βιοηθικής, αφού μπορείς να κρίνεις κάθε επίτευγμα. Η Ηθική λοιπόν δεν είναι κάτι το χειροπιαστό. Η Βιοηθική όμως είναι. Δεν υπάρχουν όμως απλά πράγματα στη Βιοηθική. Το μόνο ¨απλό¨ πράγμα είναι πως τίποτα δεν είναι απλό. Έχει να κάνει με την ανθρώπινη απόφαση. Μια απόφαση που προέρχεται από την αντίληψη του ανθρώπου η οποία διευρύνεται συνεχώς». -9-
Ανεξάρτητα από την ηθική θεωρία που μπορεί να αποτελεί τη θεωρητική υποδομή στις ετυμηγορίες της βιοηθικής, σημασία έχει η συνέπεια, η αμεροληψία και ο σεβασμός της ανθρώπινης αξίας και της ανθρώπινης ζωής. Η Bιοηθική επιστρατεύει κυρίως ορισμένες έννοιες για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, όπως είναι η δικαιοσύνη και ένα σύνολο καθολικών αξιών ευρέως αποδεκτών για το «εὐ ζῆν», έναν κοινό δηλαδή πυρήνα της ηθικότητας για όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς . Ένα παράδειγμα ηθικής ευθύνης των επιστημόνων της Βιοηθικής αφορά την τεχνητή γονιμοποίηση. Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν τους δικούς τους κανόνες στα θέματα Βιοηθικής. Στη Γερμανία για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας τεχνητής γονιμοποίησης οι επιστήμονες έχουν δικαίωμα να κάνουν 1 μέχρι 2 έμβρυα. Το γεγονός αυτό συμβαίνει διότι ήρθαν αντιμέτωποι με το ηθικό πρόβλημα του τι γίνονται τα υπόλοιπα έμβρυα μετά από μια γονιμοποίηση. Αντίθετα, στην Ιταλία και στη Γαλλία δεν υπάρχει περιορισμός στη δημιουργία εμβρύων. Αυτό συμβαίνει εύλογα καθώς από την Ιταλία απουσιάζει παντελώς η ύπαρξη ηθικών κωδίκων. Τελικά, «η Bιοηθική βρίσκεται πλάι στην κοινωνική εξέλιξη, σαν μια σκέψη πάνω στην επιστήμη που σου επιτρέπει να μιλάς συνεχώς για καινούρια πράγματα». (Ν. Λυγερός).-10- Η ηθική ως στοιχείο της Φιλοσοφίας και της Θεολογίας παρέμεινε για αιώνες το γνωστικό αντικείμενο των ειδικών χωρίς να εισχωρήσει στο κοινωνικό πλαίσιο. Οι αλματώδεις όμως εξελίξεις της Τεχνολογίας και της Επιστήμης επέτρεψαν νέους προβληματισμούς στον τομέα της Ηθικής. Για πρώτη φορά η Ηθική με την ύπαρξη της Βιοηθικής έγινε εκτελεστική. Επιπρόσθετα, «μέσω της Επιστήμης της Βιοηθικής, η κοινωνία συνειδητοποιεί ότι ο ορισμός άνθρωπος με τη συλλογική του έννοια προέρχεται από τη διαπραγματευτική λύση της ηθικής» (Ν. Λυγερός). -11-
ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΙΟΗΘΙΚΗ:
Τα ζητήματα ηθικής στην ιατρική δεν είναι νέα υπόθεση καθώς είχαν τεθεί από την εποχή του Ιπποκράτη. Από την δεκαετία του 1960 όμως τα ερωτήματα άρχισαν να τίθενται πολύ πιο επιτακτικά. Τότε είχαν εμφανιστεί οι πρώτες μηχανές υποστήριξης των νεφροπαθών. Ήταν όμως τόσες λίγες που κάποιοι έπρεπε να αποφασίσουν ποιοι θα κάνουν τη θεραπεία και ποιοι όχι, μία απόφαση που πολλοί τη συνέκριναν με το ¨να υποδύεται κάποιος το Θεό¨. Αυτές οι επιτροπές αποτέλεσαν και το πρωτόλειο υλικό μιας νέας γνωστικής περιοχής, που αργότερα έλαβε το όνομα «Βιοηθική».
Η Βιοηθική λοιπόν επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στις συνέπειες της εφαρμογής της βιογενετικής, στις κοινωνικές δομές και ισορροπίες. Η πρόοδος της βιογενετικής και της βιοτεχνολογίας προσφέρει στις κοινωνίες μεγάλες δυνατότητες. Η πιθανή παραγωγή νέων φαρμάκων μπορεί να οδηγήσει στη θεραπεία ασθενειών (όπως για παράδειγμα το ‘πάρκινσον’). Η βιογενετική θέτει ταυτόχρονα όμως και τις βάσεις για τις διαδικασίες της ευγονικής. Η Γενετική τελικά δεν έλυσε μόνο θεολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα αλλά προκάλεσε και νέα ερωτήματα όσον αφορά το θάνατο και τη ζωή. Η Γενετιστική διάγνωση εισχωρεί μέσω του νομικού και στο κοινωνικό πλαίσιο.
«Ο συνδυασμός της γνώσης δίχως εξουσία και της εξουσίας δίχως γνώση, είναι ένα εκρηκτικό μείγμα για τα συμβατικά δεδομένα».
Αυτός είναι ο απαράβατος κανόνας που ισχύει αναφορικά με κάθε επιστήμη. Παράλληλα, το κοινωνικό πλαίσιο της Βιοηθικής με την ένταξη παράλληλα του όποιου οικονομικού προβλήματος, καθιστά το ηθικο-κανονιστικό της πλαίσιο ακόμη πιο πολύπλοκο. Οποιαδήποτε απόφαση στη Βιοηθική είναι δυνατό να έχει πάρα πολλές προεκτάσεις στην κοινωνία, αφού ο κάθε άνθρωπος οφείλει πλέον να καθιστά τον εαυτό του υπεύθυνο για την ηθική που υπάρχει ή την ηθική που πρέπει να υπάρχει στην κοινωνία. Άρα με τη βιοηθική , η ηθική παρουσιάζεται ως η πρακτική λύση ενός διαπραγματευτικού πλαισίου της συλλογικής σκέψης, ενώ η δωρεά οργάνων είναι δυνατόν να επιτευχθεί, σύμφωνα με τους εξής τρόπους:
•Δωρεά από κλινικά νεκρούς ανθρώπους που βρίσκονται στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης του νοσοκομείου.
•Δωρεά οργάνων από ασθενείς των οποίων η καρδιά έχει σταματήσει να λειτουργεί.
•Δωρεά από άτομα που βρίσκονται εν ζωή ( συγγενικά ή συναισθηματικά συνδεδεμένα άτομα).
Η πλειοψηφία των οργάνων προέρχονται από κλινικά νεκρούς δωρητές – ανθρώπους των οποίων οι εγκέφαλοι νεκρώθηκαν ενώ αυτοί βρισκόντουσαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Άνθρωποι που είχαν μολύνσεις, καρκίνο ή ξεπερνούν το εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος της ηλικίας τους θεωρούνται ως ακατάλληλοι για δωρεά οργάνων. Όταν το προσωπικό του νοσοκομείου αναγνωρίσει έναν πιθανό δότη οργάνων, θα πρέπει να προσεγγίσει με σεβασμό και ευαισθησία την οικογένειά του για να συζητήσουν την πιθανότητα δωρεάς των οργάνων του. Άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις, οι οικογένειες βρίσκουν μια παρηγοριά για το θάνατο του ανθρώπου τους δωρίζοντας τα όργανά του. Η πιο κοινή περίπτωση δωρεάς από ζωντανό δωρητή είναι η δωρεά των νεφρών . Η δωρεά ενός νεφρού από ένα ζωντανό δωρητή είναι δυνατή επειδή ο καθένας έχει δυο νεφρά, παρόλο που κάποιος μπορεί να ζήσει μια υγιή ζωή μόνο με ένα νεφρό. Παράλληλα, είναι δυνατόν να γίνει δωρεά ενός μέρους του ήπατος από ένα γονέα στο παιδί του. Πιο ασυνήθιστη είναι η μεταμόσχευση καρδιάς από ζωντανό δωρητή η οποία συμβαίνει όταν ένα άτομο υποβάλλεται σε μία συνηθισμένη μεταμόσχευση καρδιάς και πνευμόνων. Βέβαια, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό το ότι δεν είναι όλοι όσοι πάσχουν από ασθένειες (όπως λόγου χάρη στα νεφρά ή στο ήπαρ) κατάλληλοι για μεταμόσχευση. Για παράδειγμα, μόνο οι μισοί από τους ασθενείς που υποβάλλονται σε εξετάσεις είναι κατάλληλοι για να δεχθούν μεταμόσχευση νεφρού. Η μεταμόσχευση έχει τη δυνατότητα να μεταλλάξει τις ζωές πολλών ανθρώπων που πάσχουν από ασθένειες αλλά τα πλεονεκτήματα της περιορίζονται από την έλλειψη δωρητών. Οι δωρεές από άτομα εν ζωή έχουν αρχίσει να γίνονται πιο κοινές, ενώ σε μερικές χώρες -όπως οι ΗΠΑ ή η Σουηδία- παρέχεται ένας σημαντικός αριθμός των νεφρών που μεταμοσχεύονται. Πέρα από τις μεταμοσχεύσεις οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο, έχουν επιχειρηθεί δοκιμές ξενο-μεταμοσχεύσεων οι οποίες όμως ήταν μάλλον αποτυχημένες. Με τον όρο ασφαλώς ξενο-μεταμόσχευση νοείται η μεταμόσχευση οργάνων από ζώο σε ανθρώπινο οργανισμό. Η Διεθνής Ένωση για τις ξενο-μεταμοσχεύσεις έχει εκφράσει βέβαια την ανησυχία της για την πιθανότητα μετάδοσης ρετροϊών από τους χοίρους (των οποίων τα όργανα προσομοιάζουν περισσότερο από εκείνα άλλων ζώων στα ανθρώπινα) προς τον άνθρωπο.
ΗΘΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΩΝ:
Ως ενδεικτικά προβλήματα της Βιοηθικής που σχετίζονται με τις μεταμοσχεύσεις, θα μπορούσαν να αναφερθούν τα εξής:
•Για να γίνει μία μεταμόσχευση από νεκρό δότη απαιτούνται δυο πράγματα : α). ο εξακριβωμένος θάνατος του δότη και β). η συναίνεση του ή κάποια εξίσου ισχυρή συναίνεση. Το θέμα που τίθεται είναι κατά πόσο ο εγκεφαλικός θάνατος είναι πράγματι θάνατος και όχι επινόημα που υπηρετεί ποικίλες σκοπιμότητες. Αλλά και η συναίνεση, όταν εικάζεται είναι πράγματι συναίνεση ή μήπως ένα κατασκεύασμα προκειμένου να βρεθούν τα απαιτούμενα μοσχεύματα.
•Aν κάποιος δεν έχει συναινέσει ρητά πρέπει να εξετασθεί το εάν μπορούν οι συγγενείς του να υποκαταστήσουν τη βούλησή του και να συναινέσουν αυτοί αντί αυτού.
•Αν κάποιος είναι δότης και οι συγγενείς του για ποικίλους συναισθηματικούς λόγους ή ιδεολογικούς λόγους δεχθούν τον εγκεφαλικό θάνατο, ερευνάται τίνος η επιθυμία πρέπει να εισακουσθεί.
•Τα μεταμοσχευτικά κέντρα που διαθέτουμε πρέπει να ελεγχθούν με γνώμονα τη δυνατότητά τους να εξασφαλίσουν το μέγιστο της επιβίωσης του δότη και των ασθενών.
•Η ιδέα της επινοήσεως και κατασκευής τεχνητών οργάνων ή αυτή των ζωϊκών μοσχευμάτων αναμφίβολα ενέχει κάποιους κινδύνους. Εκείνο που θα πρέπει εκ των προτέρων να προσδιορισθεί είναι το είδος των συγκεκριμένων κινδύνων με στόχο την επιτυχή αντιμετώπισή τους.
•Προκειμένου να εξασφαλιστούν τα απαιτούμενα μοσχεύματα για ασθενείς που έχουν απόλυτη ανάγκη, θα ήταν ηθικά ορθό να εξετασθεί η λήψη οργάνων από νεογέννητα βρέφη, που οι συγγενείς αναπηρίες τους όμως –αποδεδειγμένα- τα καθιστούν πρακτικώς μη βιώσιμα.
•Και το σημαντικότερο –ίσως- ερώτημα που σχετίζεται με τον τομέα της Βιοηθικής, αφορά την έρευνα για την παρασκευή κλωνοποιημένων οργάνων αλλά και τη διαδικασία παραγωγής τους. Συγκεκριμένα, πρέπει να ερευνηθεί το γεγονός εάν συνοδεύονται από παράλληλη καταστροφή ανθρώπινων ζωών σε εμβρυϊκό στάδιο. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι δεδομένο ότι εγείρει ζητήματα και διλλήματα ηθικής φύσεως. Κι επιπροσθέτως, το αν υπάρχει διάθεση η δωρεά οργάνων να μη συνδυάζεται με την καταστροφή της ανθρώπινης ζωής.
ΒΙΟΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ:
Το πρόβλημα της δωρεάς των ανθρώπινων οργάνων σε διαρκή αναφορά με θεολογικά ζητήματα. Είναι γνωστό ότι η εντυπωσιακή πρόοδος που επέτυχε η σύγχρονη ιατρική επιστήμη σε θέματα που έχουν σχέση με την αρχή ,την παράταση ή το τέλος της ζωής του ανθρώπου όπως για παράδειγμα η κλωνοποίηση , οι μεταμοσχεύσεις , η ευθανασία , ο εγκεφαλικός θάνατος δημιουργούν πληθώρα από θεολογικά , ηθικά , κοινωνικά , νομικά και επιστημονικά διλήμματα. Πολλές από τις θέσεις της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος ιδιαίτερα αυτές για τις μεταμοσχεύσεις και τον εγκεφαλικό θάνατο δεν συμφωνούν με την εκκλησιαστική μας συνείδηση όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη μελέτη του ευαγγελικού και πατερικού λόγου αλλά συνάμα και με βασικές ιατρικές θέσεις που ίσχυαν επί αιώνες και ισχύουν ακόμα. Σχετικά με τον χρόνο της ενώσεως της ψυχής και του σώματος η Εκκλησία δέχεται ότι δημιουργούνται συγχρόνως. Αυτό ισχύει και για την πλάση κάθε νέου ανθρώπου. Συνεπώς το έμβρυο είναι πλήρης άνθρωπος εκ ψυχής και σώματος και πριν από το σχηματισμό και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Αυτό καταδεικνύει ότι όχι μόνο ο εγκεφαλικός θάνατος αλλά και η παντελής έλλειψη του εγκεφάλου δεν συνεπάγονται ότι ο ευρισκόμενος στις καταστάσεις αυτές άνθρωπος παύει να είναι έμψυχο και ζωντανό όν. Βιολογική ζωή χωρίς την ύπαρξη της ψυχής μέσα στο σώμα δεν νοείται. Στην περίπτωση αποκοπής , καταστροφής ή νεκρώσεως ενός ζωτικού οργάνου οπότε ο άνθρωπος επιβιώνει με υποστηρικτικές ενέργειες εξακολουθεί η ψυχή να παραμένει συνδεδεμένη με το σώμα και να ενεργεί σε άλλα σωματικά όργανα. Στην κατάσταση του εγκεφαλικού θανάτου η ιατρική κατορθώνει με τη βοήθεια της τεχνολογίας να διατηρεί τη βιολογική ζωή αφού ο οργανισμός πλην του εγκεφάλου λειτουργεί. Η διατήρηση της βιολογικής ζωής προϋποθέτει την ύπαρξη της ψυχής μέσα στο σώμα και δείχνει ότι δεν λύθηκε ακόμη ο μεταξύ τους δεσμός ,δεν επισυνέβη δηλαδή οριστικά και ολοκληρωτικά ο θάνατος. Συνεπώς η διακοπή της υποστηρικτικής λειτουργίας ακόμη και με τη συγκατάθεση του ασθενούς, πολύ δε περισσότερο η λήψη οργάνων για μεταμόσχευση από τους «εγκεφαλικά νεκρούς» , αποτελούν ενεργητική πρόσκληση θανάτου η οποία κατά την κανονική παράδοση της Εκκλησίας ισοδυναμεί με φόνο και μάλιστα ασθενούς και ανυπεράσπιστου ανθρώπου κατ’ αναλογία προς την έκτρωση των εμβρύων. Η προς τους ανθρώπους χριστιανική αγάπη είναι ανιδιοτελής και έχει τον χαρακτήρα της θυσίας . Δεν εκτιμάται με την αντικειμενική αξία του προσφερόμενου ή με την αξία που έχει αυτό για τους αποδέκτες του αλλά με το πόσο στοιχίζει στον δότη η προσφορά του. Εάν όμως ο «εγκεφαλικά νεκρός» είναι νεκρός, η προσφορά των οποιωνδήποτε οργάνων του στερείται του χαρακτήρα της αγάπης εφόσον αυτή δεν του στοιχίζει τίποτε διότι προσφέρει άχρηστα όργανα, δεν στερείται ούτε θυσιάζει κάτι χρήσιμο από τον εαυτό του. Αντιθέτως, οι αρετές της θυσίας και της αγάπης προς τον πλησίον εφαρμόζονται απόλυτα στην προσφορά οργάνων από ζώντες δότες, όταν πρόκειται για διπλά όργανα και ιστούς.-12- Τα περισσότερα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της δωρεάς της μεταμόσχευσης οργάνων εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες:
i). Σε αυτά που επικεντρώνονται στην αγάπη προς τον πλησίον.
ii). Σε αυτά που έχουν να κάνουν με τη θεραπεία του σώματος.
iii). Σε αυτά που έχουν να κάνουν με τη θεραπεία του σώματος και σε εκείνα που ασχολούνται με την Ανάσταση.
Είναι λοιπόν επίσης σημαντικό να εξετάσουμε το θέμα του ακρωτηριασμού εφόσον ορισμένοι θεωρούν ότι η δωρεά οργάνων αποτελεί στο τέλος μια μορφή ακρωτηριασμού του ανθρώπινου σώματος. Συχνά σε εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης υποστηρίζεται η ιδέα ότι δεν πρέπει να αποσπώνται όργανα από το σώμα κάποιου. Ως οικονόμοι της δημιουργίας του Θεού πρέπει να σεβόμαστε το σώμα μας και να αποφεύγουμε οτιδήποτε προκαλεί ζημιά σε αυτό. Άλλοι πάλι έχουν εισηγηθεί ότι εδάφια στα οποία ο Ιησούς διδάσκει ότι πρέπει να αποκόψουμε από το σώμα μας μέλη αν αυτά το σκανδαλίζουν. Επίσης, μία από τις πιο διαδεδομένες παρανοήσεις ανάμεσα στους Χριστιανούς είναι ότι ολόκληρο το σώμα πρέπει να είναι παρόν και να διατηρηθεί αρτιμελές -κατά κάποιον τρόπο- για την Ανάσταση. Έτσι, πολλοί Χριστιανοί είναι απρόθυμοι να δωρίσουν όργανα επειδή πιστεύουν ότι η ίδια η Ανάσταση απαιτεί ένα «ολοκληρωμένο» σώμα. Γενικώς, η Θρησκεία τάσσεται τελικά υπέρ των μεταμοσχεύσεων. Επειδή όμως θεωρεί τους ευρισκόμενους στην κατάσταση του «εγκεφαλικού θανάτου» ως ασθενείς και όχι ως νεκρούς, σεβόμενη πλήρως την ιερότητα ίσως και την κρισιμότητα για το αιώνιο μέλλον των τελευταίων στιγμών της ζωής, αδυνατεί να συμφωνήσει με την αφαίρεση των ζωτικών τους οργάνων. Η μόνη ηθικά και κοινωνικά αδιάβλητη περίπτωση δωρεάς οργάνων για μεταμόσχευση είναι η μεταμόσχευση ιστών ή ενός από τα διπλά όργανα από υγιείς δότες, προκειμένου δε περί ασθενών ή τραυματιών δοτών η μεταμόσχευση όσων μπορούν να μεταμοσχευτούν μετά τη μόνιμη παύση της καρδιο-αναπνευστικής λειτουργίας τους. Η μεταμόσχευση οργάνων γενικότερα, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πράξεις αγάπης και συμπόνιας προς τους συνανθρώπους μας.
Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΩΝ:
Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένες διατάξεις σύμφωνα με το Νόμο 2737/1999 ( ΦΕΚ 174 Α΄) σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις ανθρώπινων ιστών και οργάνων. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2, αναφέρεται η απαγόρευση ανταλλάγματος που πρεσβεύει ότι η αφαίρεση ιστών και οργάνων με σκοπό τη μεταμόσχευση γίνεται χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Απαγορεύεται ρητά κάθε συναλλαγή μεταξύ λήπτη, δότη και των οικογενειών τους, καθώς και αυτών με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Επίσης δεν συνιστά αντάλλαγμα η καταβολή των δαπανών που είναι απαραίτητες για την αφαίρεση , συντήρηση και μεταφορά του μοσχεύματος. (Κεφάλαιο Α΄).
Στο άρθρο 13, ορίζεται ότι σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου του δότη ή υποψήφιου δότη εξαιτίας επιπλοκών από την αφαίρεση ή τις σχετικές προκαταρτικές εξετάσεις, καταβάλλεται αποζημίωση από το Δημόσιο πέραν των παροχών των ασφαλιστικών οργανισμών στον ίδιο ή στους δικαιούχους διατροφής από αυτόν. (Κεφάλαιο Β΄).
Στο άρθρο 13 επίσης, δηλώνεται η τήρηση της ανωνυμίας . Η τήρηση του νεκρού δότη δεν αποκαλύπτεται στο λήπτη και στην οικογένειά του. Δεν αποκαλύπτεται επίσης η ταυτότητα του λήπτη στην οικογένεια του νεκρού δότη. (Κεφάλαιο Γ΄). Τέλος, το άρθρο 14, αναφέρει ότι η δωρεά ιστών και οργάνων για μετά το θάνατο του δότη δεν επιτρέπεται να γίνεται προς ορισμένο λήπτη. Υπόδειξη του λήπτη από το δωρητή σώματος ή οργάνων δεν λαμβάνεται υπόψη αλλά ακολουθείται η καθορισμένη σειρά προτεραιότητας.
Α). ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ:
H στάση της Eπιτροπής για τη Βιοηθική απέναντι στα παιδιά με ειδικές ανάγκες και στα προικισμένα παιδιά, έχει ως ακολούθως. Όταν ένα μέλος της Επιτροπής της βιοηθικής επισκέπτεται ένα ίδρυμα με παιδιά με ειδικές ανάγκες, οφείλει να ακολουθήσει τέσσερα στάδια προσέγγισης των παιδιών αυτών : -13-
•Γνωστικό αντικείμενο : το μέλος επιβάλλεται να αποκτήσει άμεση πρόσβαση στους ειδικούς του ιδρύματος προκειμένου να τον ενημερώσουν για το προφίλ του παιδιού καθώς και να του εξηγήσουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζει.
•Παρατήρηση : το μέλος της Επιτροπής οφείλει να παρατηρήσει αρχικά λεπτομερώς το παιδί με τις ειδικές ανάγκες με το οποίο πρόκειται να ασχοληθεί.
•Προσέγγιση : το μέλος της Επιτροπής πρέπει να προσεγγίσει προσωπικά το παιδί με τις ειδικές ανάγκες.
•Κατανόηση : το μέλος της Επιτροπής είναι ανάγκη να κατανοήσει την πραγματικότητα του παιδιού.
Β). ΠΡΟΙΚΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ:
Τα προικισμένα παιδιά διακρίνονται από κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε σχέση με τα κανονικά παιδιά. Όσον αφορά το λεκτικό τους επίπεδο, διαθέτουν πλούσιο λεξιλόγιο, μιλούν και αναγιγνώσκουν πολύ γρήγορα. Τις περισσότερες φορές μάλιστα ένα προικισμένο παιδί μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει μόνο του. Παράλληλα, έχουν αφαιρετική και συνδυαστική ικανότητα και αυτό το εντοπίζουμε συνήθως στις πράξεις μαθηματικών. Διακρίνονται επίσης από εμπάθεια αλλά με θετικό περιεχόμενο. Η ετυμολογική σημασία της λέξης εμπάθεια είναι η πρόθεση εν και το ρήμα: “πάσχω” (= πάσχω μέσα). Το παιδί εισχωρεί στον εαυτό του άλλου και πάσχει όπως κι εκείνος, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα φιλότιμο. Το προικισμένο παιδί είναι υπερευαίσθητο και η μνήμη του είναι οργανωμένη, γι’ αυτό κι αισθάνεται ότι δεν ανήκει στη μάζα. Έχει ειδική σχέση με το θάνατο και από νωρίς -σχετικά- ηλικιακά, σκέπτονται την αυτοκτονία. Προκειμένου να αντιμετωπίσει κάποιος ένα προικισμένο παιδί, η προσέγγισή του προς αυτό οφείλει να έχει τη μορφή απόλυτης ειλικρίνειας. Για να λειτουργήσει εποικοδομητικά η επαφή με ένα προικισμένο παιδί, πρέπει να τον αντιμετωπίζεις σαν «κολλητό». Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής όμως το γεγονός ότι οι λεπτομέρειες για τον κανονικό άνθρωπο, αποτελούν ενδείξεις για το προικισμένο παιδί. Και τούτο διότι έχουν άγνοια της δυσκολίας. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, το 1/3 των προικισμένων παιδιών στη Γαλλία αποτυγχάνει στο εκπαιδευτικό σύστημα. Τα παιδιά αυτά ελέγχουν το επίπεδο του καθηγητή τους με διάφορες ασκήσεις και ¨σπαζοκεφαλιές¨. Ο καθηγητής τους λοιπόν οφείλει να είναι δεκτικός και να δεχτεί τη συγκεκριμένη πρόκληση, διότι είναι η βάση μιας μέλλουσας εμπιστοσύνης. Άρα, το πραγματικό πρόβλημα με τα προικισμένα παιδιά «δεν είναι η οντότητά τους αλλά η εκπαίδευσή τους και η οντότητά της, από την στιγμή που το εκπαιδευτικό σύστημα είναι εφαρμοσμένο στη μαζικοποίηση των παιδιών. Λειτουργεί δηλαδή αναγκαστικά με την ποσότητα και όχι με την ποιότητα. Επομένως, τα προικισμένα παιδιά δεν προσδοκούν ένα κλασσικό μάθημα που είναι ενισχυμένο τοπικά».-14- Πρέπει τελικά να κατανοηθεί το δυνατό μέγεθος της προσφοράς των προικισμένων παιδιών στην κοινωνία στην οποία ζουν και να τα βοηθήσουμε από μέρους μας για να το πράξουν αντί να τα αφήνουμε στο περιθώριο για νοητικούς λόγους.